κλυτός

κλυτός
κλῠτός (-ός, -οί; -ᾶς, -άν, -ά, -αί, -ᾶν, -αῖςι), -ός; -όν acc.)
1 glorious, esp. of gods, and things belonging to, given to, sought from them.

κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον O. 10.97

Θέτιν παῖδα κλυτάν P. 3.92

κλυτὸς ἙρμᾶςP. 9.59 κλυτοὶ

μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13

ὦ κλυτά Λατοῖ fr. 94c. 3. of places, κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον pr. O. 9.19 κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (v. l. κλειταῖς) P. 11.32 κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (κλυτᾶς, -άς codd.: -ούς Wil., cll. O. 1.33, obloquente Postgate, Mnem., 1925, 383.) N. 3.23

καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα I. 1.57

[κλυτὸν ἄλσος (v. l. Π̆{im}: τροφὸν Π.) Πα. . 1.] Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς Παρθ. 2. . κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. c. dat., στεφάνοισί νιν (= Αἴτναν)

ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

in connection with music,

κλυταῖσι ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105

ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6

κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16

κλυτᾷ φόρμιγγι I. 2.2

κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν I. 7.19

κλυτᾶν φορμίγγων fr. 140a. 60 (34). variously,

αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20

θεὸς κλυτὰν αἶσαν παρέχοι O. 6.102

[δαῖτα κλυτὰν (codd.: δαιτικλυτὰν Bergk) O. 8.52]

ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν O. 14.21

κλυτᾶς αἰῶνος P. 5.6

ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν;” Apollo speaks P. 9.36

ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.10

προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.17

]

κλυτας ἴδω[ Pae. 6.170

ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλυτός — renowned masc nom sg κλυτός renowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλυτός — renowned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλύτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κλύτος — ο ζωολ. κοσμοπολίτικο γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας cerambycidae …   Dictionary of Greek

  • Κλύτος ή Κλυτός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Παλλαντίδες. Μαζί με τους δύο αδελφούς του πήγε στην Αίγινα και ζήτησε ενισχύσεις για τον αγώνα εναντίον του Μίνωα. 2. Ένας από τους Αιγυπτιάδες. Σκοτώθηκε από τη Δαναΐδα σύζυγό του, Αυτοδίκη. 3. Ένας… …   Dictionary of Greek

  • κλυτά — κλυτός renowned neut nom/voc/acc pl κλυτά̱ , κλυτός renowned fem nom/voc/acc dual κλυτά̱ , κλυτός renowned fem nom/voc sg (doric aeolic) κλυτός renowned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτόν — κλυτός renowned masc acc sg κλυτός renowned neut nom/voc/acc sg κλυτός renowned masc/fem acc sg κλυτός renowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτῶν — κλυτός renowned fem gen pl κλυτός renowned masc/neut gen pl κλυτός renowned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτοῖς — κλυτός renowned masc/neut dat pl κλυτός renowned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτοί — κλυτός renowned masc nom/voc pl κλυτός renowned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”